- επίκυψη
- η(γυμν.), η κάμψη του κορμού προς τα μπρος, ώστε τα δάχτυλα των τεντωμένων χεριών να αγγίσουν το έδαφος χωρίς τα γόνατα να λυγίσουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επίκυψη — η (AM ἐπίκυψις) [επικύπτω] κλίση τού κεφαλιού προς τα εμπρός και κάτω νεοελλ. η μέγιστη δυνατή κάμψη τού κορμού προς τα εμπρός και κάτω … Dictionary of Greek
ἐπικύψῃ — ἐπικύψηι , ἐπίκυψις stooping fem dat sg (epic) ἐπικύπτω bend oneself over aor subj mid 2nd sg ἐπικύπτω bend oneself over aor subj act 3rd sg ἐπικύπτω bend oneself over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)